-
1 επαναγω
I[ἀνά - вверх]1) поднимать, выводить(τι πρὸς τὸ φῶς Plat.)
2) выводить в открытое море(τὸ κέρας ἀπὸ τῆς γῆς Xen.)
3) pass. отплывать, отправляться(ταῖς ναυσί Thuc.; εἰς τέν Χίον Xen.)
4) возводить(τινὰ εἰς ἡρωϊκέν τάξιν Dem.)
5) возбуждать, разжигать(τὸν θυμόν Her.)
6) юр. передавать, представлять(ἀδικήματα εἰς τὰ δικαστήρια Plat.; τὸ καταψηφιζόμενον ἐπὴ τοὺς ἄρχοντας Arst.)
II[ἀνά назад]1) отводить или относить назад(τὸ στρατόπεδον Thuc.; τὰ ὑγρὰ ἐκ μέσων Plut.)
οἱ ἐπαναχθέντες Her. — (потерпевшие кораблекрушение и) выброшенные на берег;ἐ. τὸν λόγον ἐπὴ τέν ὑπόθεσιν Xen. — сводить речь к основному вопросу;ἐ. ἑαυτὸν ἀπὸ τῶν κακῶν Plat. — выпутаться из бедственного положения2) возвращать(τινὰ εἰς τὸν περὴ τοῦ πράγματος λόγον Plat.; τοῖς στρατιώταις τι Plut.)
3) отступать, возвращаться(ἐπὴ τέν ἀρχέν τῆς ὑποθέσεως Polyb.)
См. также в других словарях:
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek